Στὴν Ἐκκλησία
Μόλις ἔλαμπαν τὰ κάλλη τῆς αὐγῆς τερπνά,
τὰ παιδάκια ἡ μητέρα τρέχει καὶ ξυπνᾷ·
«Αἴ, παιδιά, καιρός, ξυπνᾶτε! κι εἶναι Κυριακή·
ἡ καμπάνα μᾶς φωνάζει, τήν ἀκοῦτ' ἐκεῖ;»
«Τώρ' ἀμέσως μητερίτσα», λέγουν κι' ἐν ταὐτῷ
πῶς εὐρέθησαν στό πόδι ὅλα στό λεπτό!
Ἡ μητέρα μὲ δροσᾶτο τἄπλυνε νερό,
τὰ μαλλάκια τους μὲ χτένι χώρισ' ἀργυρό,
τ' ἄλλαξε σιδερωμένα ροῦχα γιορτερὰ
κι' ἔλαμπαν σὰν ἀγγελούδια κι' ἦσαν μιὰ χαρά.
Τώρα νά, στὸ πεζοδρόμι τὰ παιδιὰ κι' αὐτὴ
τὸ μικρό της ἀπ' τὸ χέρι τρυφερὰ κρατεῖ.
Φρόνιμα στὴν Ἐκκλησία στέκουν τὰ παιδιὰ
καὶ τὴν λειτουργί' ἀκούουν μὲ καλὴ καρδιά,
φῶς καὶ μέσα, φῶς κι ἀπ' ἔξω. Πάλι νά! μαζὶ
εἰς τὸ σπίτ' ἡ συνοδεία ἔρχεται πεζῆ.
Σ' ὅλη χύθηκε τὴ στράτα μόσχος θαυμαστὸς
καὶ ἀόρατος μαζί των ἔρχετ' ὁ Χριστός.
Ἠλίας Τανταλίδης
Πηγή: Ποιήματα καί ἄσματα, «Ὁ Σωτήρ», σελ. 60.