Γλυκὲ Νυμφίε...
Ἐγὼ νὰ γίνω θέλησα Θεὸς
- ὢ συμβουλὴ προδότρα, στείρα! -
κι' Ἐσέναν, ὢ Χριστέ μου, ἐβάλανε
τήν περιπαιχτικὴ πορφύρα.
Ἐγὼ ν' ἀρπάξω ζήτησα στὰ χέρια μου
στέμμα καὶ σκῆπτρο - ὢ μαύρη πλάνη! -
κι' Ἐσύ, Χριστέ μου, τὸ καλάμι ἐκράτησες
κι' ἐφόρεσες τ' ἀκάνθινο στεφάνι.
Ὢ Λυτρωτή μου! ὣς ν' ἀνεβῆς στὸ Γολγοθᾶ,
δέξου με νἄρθω στὸ πλευρό σου,
καὶ σὰν τὸν Κυρηναῖο τὸ Σίμωνα
νὰ πάρω λίγο τὸ σταυρό σου.
Δέξου νὰ βρέξω ἐγὼ τὰ χείλη σου,
γλυκὲ Νυμφίε, νὰ τὰ δροσίσω,
καὶ τὸ ματόβρεχτο σου μέτωπο
μὲ χέρι ἀγάπης νὰ σπογγίσω.
Ἰησοῦ! καθὼς σὲ βλέπω σήμερα
χλωμό, ὑβρισμένο, πονεμένο,
σὲ νιώθω δυὸ φορὲς Θεὸ
καὶ δυὸ φορὲς ἀγαπημένο.
Γ. Βερίτης
Πηγή: Ἄπαντα ποιήματα Γ. Βερίτη, «Ἡ Δαμασκός», σελ. 79.