Κιτρινοπράσινο χαλί τῆς ἄνοιξης, πού δέχεται
σπαρταριστὸ νὰ πέφτει φῶς πάνω στὴν ἀνθισμένη
πλαγιὰ τοῦ Ὄρους τῶν Ἀμώμων, μὲ σηκώνει πάλι
ψηλά, πάνω ἀπ' τὰ καψαλισμένα δέντρα
τῆς Ἀττικῆς. Καὶ δίχως νὰ τὸ νιώσω, βρίσκομαι
ξανὰ στὰ Μεσορράχια τῆς Λευκοπηγῆς, μὲ τὰ πυξάρια τους
ἄνθη χρυσὰ γεμάτα, νὰ μεθάει ὁ τόπος ὅλος
ἀπὸ τὰ μύρα καὶ τὴν εὐωδιά τους· κι ὁ ἀγέρας
νὰ φέρνει μέσ' στὰ τόσ' ἀρώματα, βελούδινα
τραγούδια τῶν πουλιῶν, τῶν κοπαδιῶν καὶ τῶν τσοπάνων!
Ἐδῶ ἡ Ἀγριοκερασιὰ δὲν ἔχει κακὰ φίδια
οὔτε κι ἀγρίμια· τὰ ἡμερεύει ὅλ' αὐτὰ τὸ ρόδινο
φῶς, ποὺ κατηφορίζει ἀπ' τὰ Κόκκινα Βουνά,
ὥσμε τῆς Ροδιανῆς τοὺς λόφους καὶ τῆς Κερασιᾶς
τοὺς πλατανόκηπους, γιὰ νὰ χυθεῖ στὸν Ἁλιάκμονα...
Κ' ἐκεῖ, στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰλαρίωνος,
παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ἀνταμώνει
τὸν ἀσημένιο ἦχο τῆς καμπάνας, μὲ τροπάρια
ἑόρτια, νὰ λαμπυρίζει ἐπάνω στὰ νερὰ τὰ ἤρεμα...
Π.Β. Πάσχος
Πηγή: Ἡ πηγὴ καὶ τὸ ἐλάφι, Π.Β. Πάσχου, «Ἰνστιτοῦτο βιβλίου καί ἀνάγνωσης & Νομαρχία Κοζάνης», σελ. 63.