Ἄνθρωπος: ἄνω θρώσκω, τὰ ἄνω ζητῶ, ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Ὁ Ἅγιος σώζει τὴν ἑνορία του - πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη


Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΤΟΥ





Ἦταν μήνας τοῦ Ὀκτώβρη

ποὺ εἶχαν ἔρθει οἱ Γερμανοί,

τὸ ‘43 τότε στὴ μεγάλη κατοχὴ

κι ἦταν ἀποφασισμένοι

νὰ σκοτώσουνε ἀνθρώπους!

Ψάχνανε νὰ βροῦν αἰτίες

καὶ ἐκτελέσεως τοὺς τόπους.



Κι ἐκεῖ ὅπου σήμερα εἶναι

τ’ ὄμορφο καμπαναριό,

τότε ἦταν ἀποθήκη

ποὺ κρυφὰ εἴχανε κρύψει

ὅπλα νά 'χουν γιὰ τὴν μάχη

καὶ πολεμοφόδια,

μὰ οἱ ἐλπίδες πρῶτα πρῶτα

ποὺ εἴχανε στὸν Ἅγιό τους

ἦταν τὰ ἐφόδια!



Ἐκεῖ οἱ Γερμανοὶ σὰν φτᾶσαν

δώσανε διαταγή,

ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία

νὰ συγκεντρωθοῦνε ὅλοι

οἱ κάτοικοι τῆς συνοικίας

καὶ παράλληλα ζητῆσαν

καὶ κατάλογο ἀνδρῶν.

Νὰ κρυφτεῖ, ὅποιου τοῦ περνοῦσε

δήλωσαν ἀπὸ τὸ μυαλό του,

ἀφοῦ τὸν ἀναζητοῦσαν

θὰ σκοτώναν ἐπὶ τόπου!



Καὶ τοὺς στήσανε στὸν τοῖχο·

ἄνδρα μὴν ἀφήσουν ἕναν.

Σημαδέψαν μὲ τὰ ὅπλα

τοὺς ἀνθρώπους ἕναν ἕναν,

περιμένοντας τὸ νεῦμα

ἀπὸ τὸν ἀξιωματικό τους,

νὰ βουτήξουνε στὸ πένθος

κάθε σπιτικὸ δικό τους.



Τὰ παιδάκια τρομαγμένα

μὲς στὴν ἀγκαλιά τῆς μάνας,

ποὺ τὰ λούζανε μὲ κλάμα

καὶ προσμέναν τὴν καμπάνα

νὰ χτυπήσει, σὰν τοὺς δοῦνε

νὰ σωριάζονται στὸ χῶμα

τοὺς γονεῖς ἢ τοὺς συζύγους·

κάποιοι γέροι τὰ θυμοῦνται

καὶ τὰ διηγοῦνται ἀκόμα.



Πῶς δὲν σπάγαν οἱ καρδιές τους

κάτω ἀπ’ τὰ πουκάμισα τους;

στέλναν προσευχὲς στὸν Ἅγιο

μὴ τοὺς δοῦνε τὰ μωρά τους

νὰ σωριάζονται ἀπ’ τὸ βόλι

τοῦ κακοῦ κατακτητή,

μὰ κι Γερμανοὶ μὴ δοῦνε

ποὺ ἤτανε τὰ ὅπλα ἐκεῖ.



Ψάξανε παντοῦ τὰ σπίτια

γιὰ νὰ βροῦνε τὰ κρυμμένα

τὰ πολεμοφόδια

καὶ ἡ ξύλινη ἡ πόρτα

ποὺ ἐκεῖ μέσα τά ’χαν κρύψει,

ἀπὸ τὸ μανιασμένο ἀέρα

τώρα ἀνοιγόκλεινε!

Τὴν ἀγωνία μὴν τὰ βροῦνε

τώρα τοὺς παράτεινε.



Τὸν μικρὸ Ἀναστάση στέλνουν

τὸ παιδάκι τοῦ Πλατή,

νὰ τὴν κλείσει μὴν ἀνοίξει·

μὰ μόλις φτάνει ἐκεῖ,

ὁ Ναζὶ ἀγριεμένος, ὁ ἀξιωματικός,

πλησιάζει θολωμένος

καὶ ραπίζει τὸ μικρὸ

μ’ ἕνα δυνατὸ χαστούκι !!

Μὰ δὲν ἔκλαψε τὸ δόλιο…

μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα

παρακολουθοῦσαν ὅλοι…

θά ‘χαναν τὸν κόσμο ὅλο

ἂν ἐπήγαινε νὰ δεῖ

τί ἦταν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα

κεῖ ποὺ πῆγε τὸ παιδί.



Ἡ ψυχή του ἡ ἀθώα;

τὰ ματάκια του ποὺ ἀντέξαν

νὰ μὴν κλάψουν καὶ ξεσπάσουν,

τόνε σταματήσανε;

ποιό θαῦμα ἄραγε γινόταν

μὲς τὴν τόση ἀγωνία;

τί πόνο θὰ ζήσανε!



Μπρός τους ἦταν μὰ δὲν ψάξαν·

κι ἦταν καὶ ξεκλείδωτη!

ἀπ’ τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα

ἄνοιγε ἀσύδοτη,

μὰ ἐκεῖνοι δὲν τὴν εἶδαν

σημασία δὲν τῆς δῶσαν·

τοὺς τὴν ἔκρυψε ὁ Ἅγιος

κι ἀπ’ τὸ θάνατο γλυτώσαν.

Κι ἔφτασε ὁ ἀξιωματικός τους

τρεῖς φορὲς σ’ αὐτὴ τὴν πόρτα

μὰ μέσα δὲν ἔμπαινε!

Νέκρωσε ἡ διαίσθηση του

καὶ τῆς περιέργειας του

βλέμμα ἐκεῖ δὲν ἔφτανε.



Φύγανε οἱ Ναζὶ σὲ λίγο

ἄπρακτοι καὶ σκυλιασμένοι

κι οἱ ανθρώποι δακρυσμένοι

κλαῖγαν καὶ γελούσανε!

Ἀγκαλιάζαν τὶς εἰκόνες,

τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιά τους,

οἱ εὐλογίες τοῦ Ἁγίου

τὶς ψυχές τους λούζανε.



Μὲ λαμπάδες, μὲ μετάνοιες,

ψάλλανε στὸν Ἅγιο,

ποὺ ἀπ’ τὸ θάνατο σωθῆκαν

καὶ στὸ πένθος δὲν βρεθῆκαν

σὲ αἵματος ναυάγιο.



Ἂν δὲν γιόρταζαν τὸ θαῦμα

τοῦ Ὀκτώβρη τὴν ἡμέρα,

θὰ θυμόνταν τὴν σφαγή

καὶ τὸ Τάχι θὰ ἦταν ὅλο

μνήματα παντοῦ γεμάτο

σ’ ὅλη τὴν περιοχή.



Ἡ πανέμορφη ἐκκλησία

τοῦ ἁγίου Νικολάου,

τώρα μὲς στὴν συνοικία

ξεχωρίζει ὅλο χάρη!

Τὴν ὑπηρετοῦν φαντάροι

διαλεγμένοι ἀπ’ τὸν Χριστό,

ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος

σίγουρα ἔχει ἐπιλέξει·

γιατὶ κι ἐδῶ ὁ Ναός του,

ἀπ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες

ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ἑλλάδα

εἴκοσι τὸν ἀριθμό,

μοναδικὴ εὐλογία ἔχει

ἀπ’ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου

τὸ τόσο εὐωδιαστό!



Τὸν Θεὸ παρακαλέστε

ἐνορῖτες τοῦ Ταχίου,

τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου

ὅλοι σας νὰ πάρετε!

Μὲς τὰ δύσκολά μας χρόνια

μὲ τὴ δύναμη ἐκείνου

τὸ σταυρό σας νὰ ἄρετε.



Εἶστε τόσο εὐλογημένοι!

Ἀπ’ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου

Νικολάου τοῦ ἐν Βουνένοις!!!


πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012

(ζ' ἀπόσπασμα & τέλος τοῦ ποιήματος).

 ________________________________________________________________________________________
 Τὰ Συγχαρητήρια μας στὴν πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη!

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Ἡ εὔρεση τοῦ ἁγίου λειψάνου - πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη


Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ





Εἰς στὸ μέρος ποὺ ἐγεννήθη

ὁ ἅγιος Νικόλαος,

ποὺ τὸν ἀγαποῦσε τόσο

ὁ τριγύρω του λαός,

ζοῦσε ἄρχοντας σπουδαῖος

πού ‘χε χρήματα πολλά,

μὰ δὲν φτάναν νὰ τὸν γειάνουν

ὅσα κι ἂν εἶχε καλά.

Γιατὶ εἶχε ἀρρωστήσει

ἀπὸ λώβα, ἀπὸ λέπρα,

ποὺ κατέτρωγε τὶς σάρκες·

ἔκλαιγε γονατιστός!

Οὔρλιαζε ἀπὸ τοὺς πόνους

καὶ δαπάνησε τὸ βιός του

στοὺς γιατροὺς ποὺ δὲν τοῦ βρῆκαν

οὔτε ἕνα γιατρικό.



Μὲς στὴ θλίψη του ὁ ἄρχων,

σὰν κατάφερε γιὰ λίγο

μιὰ νύχτα νὰ κοιμηθεῖ,

φανερώνεται ὁ Ἅγιος

φωτεινὸς μὲς στ’ ὄνειρο του

κι ἄρχισε νὰ τοῦ μιλεῖ…



«Διὰ τί κοπιάζεις τόσο

καὶ ξοδεύεις τόσο πλοῦτο;

τὸν σκορπᾶς στὸ πουθενά!

Τρέξε, πήγαινε στὰ μέρη

τῆς Λαρίσης τὰ βουνὰ

καὶ στὰ Βούνενα σὰν μπαίνεις

θάβρεις μιὰ πηγὴ νερό·

νὰ πλυθεῖς! Τότε θὰ γειάνεις·

μὴ χάνεις ἄλλο καιρό.



Καὶ σιμὰ σ’ αὐτὴ τὴ βρύση

βρίσκεται τὸ λείψανο μου.

Κάνε ἀγάπη νὰ τὸ βρεῖς!

Χρόνους εἶναι ἐκεῖ ἀκέραιο,

ἄταφο μὰ εἶναι κρυμμένο.

Κι ἄλλα θαύματα θὰ δεῖς.



Ἔντρομος ξυπνᾶ ὁ ἄρχων

στ’ ὄνομα Εὐφημιανός·

φεύγει λάθρα· δὲν τὸ εἶπε

ποὺ θὰ πάει κανενός.



Κι ἔφτασε ἐκεῖ στὸ μέρος,

στὴ μαρτυρικὴ τὴ γῆ,

πλύθηκε, βρῆκε τὴ βρύση

μὲ τὴν γάργαρη πηγὴ

καὶ εὐελπιστοῦσε, ἡ λέπρα

πὼς θὰ φύγει ἀπὸ τὸ σῶμα·

τὸ κοιτοῦσε δακρυσμένος…

μὰ ἥλπιζε αὐτὸς ἀκόμα.



Δίχως νὰ χασομερήσει

ψάχνει γιὰ τὸ λείψανο.

Δὲν ἤτανε πιὰ ὁ ἄρχων

ἀπ’ τὴ λέπρα ἀνίκανος!

Τρέχει, ὅργωσε τὸν τόπο,

τὸν βρῆκε τὸν Ἅγιο!

Σ’ ἕνα μέρος μὲς στὸ δάσος

σὲ κρυμμένο ἀπάγκιο.



Σκύβει καὶ τὸν προσκυνάει

μὲ συγκίνηση πολλὴ

καὶ τὴν ὥρα ποὺ στὸν Ἅγιο

δίνει εὐλαβικὸ φιλί,

βλέπει… ὅτι λείπει ἡ λέπρα,

πάει, ἐξαφανίστηκε!

Ὅντως ἤτανε ὁ Ἅγιος,

ποὺ ἦρθε μέσα στ’ ὄνειρό του

καὶ τοῦ ἐμφανίστηκε.



Ἀπὸ τέτοια εὐεργεσία

μὴ φανεῖ ἀχάριστος,

τοῦ ‘χτισε ναὸ ὡραῖο

καὶ στὴν ὄψη ἄριστο

κι ὁ θαυματουργός του τάφος

βρίσκεται μέσα ἐκεῖ.

Εὐωδιάζει κεῖ ποὺ τὸ αἶμα

χύθηκε ὅλο του στὴ γῆ.



Μικρὸ μέρος τοῦ λειψάνου,

χῶμα ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό,

πῆρε ὁ ἄρχοντας μαζί του

στὸ δικό του σπιτικὸ

καὶ παντοῦ τὸ διαλαλοῦσε

νά 'ρχονται νὰ προσκυνοῦν,

ὅσοι ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες

θέλανε νὰ γιατρευτοῦν.



Ἔτσι μάθαν γιὰ τὸν Ἅγιο

σ’ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ

μὰ καὶ στὴ μακρινὴ τὴ Δύση

ἡ φήμη του ἔγινε γνωστὴ

καὶ τὰ θαύματα του φτάσαν

μέχρι καὶ τὰ χρόνια μας·

καὶ ‘μεῖς πρέπει νὰ τὰ λέμε

σὲ παιδιὰ καὶ ἐγγόνια μας,

πὼς τὸ δέντρο ποὺ τὸν δέσαν

τὸ αἷμα του ἀκόμα τρέχει!

καὶ μὲ πίστη ὅποιος τὸ πίνει

τὴν ὑγειά του πάλι ἔχει.



Νὰ πηγαίνουν ὅπου ὑπάρχει

καὶ ὅπου βρίσκεται ναός,

ποὺ ὁ καθένας τοῦ Ἁγίου

ἔχει κάτι θαυμαστό.



Ὅπως στὸ νησί τῆς Ἄνδρου,

ποὺ ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου

στὴ Μονή του Ἅη Νικόλα

εἶναι πρὸς προσκύνηση

καὶ ποὺ τὴ φυλάει μὲ δέος

καὶ πολὺ συγκίνηση,

ἄνδρας τοῦ Θεοῦ σπουδαῖος

ὁ πατὴρ Δωρόθεος,

ταπεινὸς καὶ Θεῖος ρέκτης,

τόσων χαρισμάτων δέκτης

ποὺ τοῦ δώρισε ὁ Θεός!



Μὰ καὶ μέσα στὴν Κορίτσα

στ’ Ἄγραφα στὸ Τυμφρηστό,

Βόλο, Τρίπολη καὶ Λούτσα

καὶ στὴ Πελοπόννησο,

μὰ ἡ πιὸ ὀμορφη στὸ Τάχι

συνοικία τῶν Θηβῶν,

ποὺ ἐκεῖ κλάψανε κι οἱ βράχοι

ἀπ’ τοῦ Ἁγίου τὸ θαῦμα αὐτό.

...

πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012

(στ' ἀπόσπασμα)

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Τά βασανιστήρια τοῦ Ἁγίου - πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη



ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ



Θόλωσαν αὐτοὶ σὰν εἶδαν

τὸν Νικόλαο τὸν νέο.

Ἤτανε τόσο ὡραῖος

ποὺ ἔμειναν ἐκστατικοί…

Βλέποντας τὴν τόση ἀνδρεία,

τὴ μορφή του τὴν ἁγία καὶ…

ἀλλάζουν τακτική!



Μὲ αἰσχρὲς ραδιουργίες

ἄρχισαν τὶς κολακεῖες

τώρα καὶ τὸν ἐπαινοῦν!

Καὶ ξεχνοῦν πὼς οἱ λεβέντες

δὲ λυγίζουν σὲ ἀφέντες,

γιὰ Θεὸ ὅταν πονοῦν.



Κι ἀφοῦ εἶδαν καὶ ἀποείδαν

τὸ Νικόλαο ποὺ γελοῦσε

κι ὅτι μὲ ὑποσχέσεις τόσες

κανεὶς δὲ τὸν ξεγελοῦσε,

τὸν ρωτᾶνε τελευταία,

ἄγρια αὐτὴ τὴ φορά·

τὰ εἴδωλα ἂν προσκυνήσει

κι ἀπαντάει θαρρετά!



«Βλέπετε πὼς… θὰ λυγίσω;

ἢ τὸ αἷμα μου θὰ χύσω

ὅπως ὅλοι οἱ σύντροφοι;

ἤδη νίκησα τὸν ὄφη

ποὺ ἐσᾶς σᾶς τύλιξε!

Εἶμαι ἐλεύθερος! Προσκυνάω

τὸν Θεό μου ποὺ ἀγαπάω

κι ἡ ἀγάπη Του γιὰ μένα

μπρός σας δὲ μὲ λύγισε.



Καὶ σεῖς τώρα εἶστε οἱ θῦτες

καὶ τοῦ σατανᾶ ὁπλίτες,

μὰ δὲ μὲ πιστεύετε.

Ὁ Θεός μου θὰ νικήσει!

Θὰ γίνει τὸ θέλημα Του,

στὴν αἰώνια ἀγκαλιά του

ἀφοῦ θὰ μὲ θέσετε.»



Τὸν ἅρπαξαν σὰν ἐρίφι

τῶν δαιμόνων τόσα στίφη

κι ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν!

Τὰ μαστίγια φωτιὰ πήραν

ἀπ’ τὸ μῖσος τοῦ κακοῦ.



Τὸν κλωτσοῦσαν, τὸν ἐδέρναν,

τοῦ χτυποῦσαν τὰ σαγόνια

καὶ τὶς σάρκες του ὅλες γδέρναν

δίχως οἶκτο καὶ ἔλεος!

Τὸν ἐσέρνανε στὸ χῶμα,

μὰ αὐτὸς ἄντεχε ἀκόμα!

Ἴσως καὶ νὰ προσευχόταν

μὴ θυμώσει ὁ Κύριος του·

νὰ τοὺς δείξει ἔλεος!

Τόσο αἷμα πότισε γύρω

τὴ μαρτυρική του γῆ,

μὰ αὐτὸς μιλοῦσε ἀκόμα

κι ἄκουγαν ὅλοι ἐκεῖ.



«Σχῆμα ἀνθρώπου ἔχετε μόνο,

μὰ δὲν ἔχετε καρδιά!

Πόσο ἄραγε τυφλοὶ εἶστε

ποὺ δὲν βλέπετε μπροστά σας

τὴ δική μου τὴ χαρά;

οὔτε κὰν τὸν Κύριο μου

ποὺ μοῦ παίρνει ὅλο τὸν πόνο,

δὲ Τὸν βλέπετε; λυπᾶται

τὴν κατάντια σας καὶ μόνο!



Γίνεται ἄνθρωπος ν’ ἀντέξει

τόσο ξύλο τόσο πόνο

δίχως τὴ βοήθεια Του;

ἀπ’ τὸ γδάρσιμο καὶ μόνο

θά ‘χε σπάσει ἡ καρδιά του!

Χύσατε ὅλο μου τὸ αἷμα,

μὰ ἐγὼ ἀκμαιότατος!

Δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τοῦτον

θάνατος ἀνώτερος!»



Τὸν ἐπιάσαν μὲ μανία

καὶ τὸν δέσανε στὸ δέντρο·

τὸν τοξεύανε σὰν κέντρο

μὲ δικό του ἀκόντιο.

Κουραζόντουσαν, ἀλλάζαν,

οἱ βασανιστὲς τρομάζαν,

τὰ μαστίγια τους σπάζαν,

μὰ ὁ Νικόλαος ποῦ νὰ ἀλλάξει!



Ἄλλο αἷμα δὲν ὑπήρχε

ἀπ’ τὸ σῶμα του νὰ στάξει·

τὸ μαρτυρικό του δέντρο

ὅλο τὸ ἀποθήκευσε!

Γιατὶ ἀργότερα θὰ δροῦσε,

γιατρικὸ ποὺ θὰ βοηθοῦσε

πονεμένους καὶ ἀρρώστους

ὅλους ὅσους πότιζε!

Ἴαμα τέτοιας θυσίας

ὁ Θεὸς τὸ προόριζε.

Καὶ τὸν ἀποκεφαλίσαν…

Τί ἄλλο πιὰ νὰ τοῦ κάνουν;

ὁ νέος αὐτὸς δὲν πέθαινε!

Μὲ ψαλμοὺς ὅλο ἀγάπη

ἡ ψυχή του ἔβγαινε.



Ἤτανε 9 τοῦ Μάη·

στὴ γλυκιὰ τὴν Ἄνοιξη,

ὅταν τὸ ἁγνὸ λουλούδι

κατακόκκινο στὸ χρῶμα,

ἀπ’ τὸ αἷμα του ποὺ τρέχει

'κεῖ στὰ Βούνενα ἀκόμα,

μὲ πολὺ κατάνυξη

σὲ Ἀναστάσιμη ἡμέρα

καὶ συμψάλλοντας μὲ ἀγγέλους,

πέταξε στὴ Βασιλεία…

Τὰ πικρὰ βασανιστήρια

πέρασε μὲ εὐκολία!



Τὸ σεβάσμιο λείψανο του

ἔμενε ‘κεῖ στὸ βουνό,

ἄταφο καὶ πεταμένο,

μὰ ἀπ’ ἀγγέλους φυλαγμένο

νὰ μὴν πάθει τίποτα!

Ὤσπου ἔφτασε ἡ ὥρα

ὁ Θεὸς νὰ τὸ δοξάσει,

γιατὶ ἄρχισε ὁ ἅγιος μας

θαύματα ἀνείπωτα.



Κι ἂς ἀκούσουμε τὸ πρῶτο

ποὺ ἀπὸ τοῦτο ἀδελφοί μου

ἴσως συμπεράνουμε,

γιὰ τὸν Κύριο πὼς ἀξίζει

καὶ ‘μεῖς νὰ πεθάνουμε!

...

πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012

(ε' ἀπόσπασμα)



Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Οἱ στρατιῶτες μαρτυροῦν - πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη



Οἱ στρατιῶτες μαρτυροῦν



Ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες

ἔμαθαν οἱ βάρβαροι,

οἱ αἱμοβόροι ἄγριοι κύνες

ποὺ λέγονταν Ἄβαροι,

πὼς στὰ Βούνενα ‘κεῖ ζοῦσαν

τοῦ Κυρίου ἀσκητές,

ποὺ ἀκατάπαυστα ὑμνοῦσαν

ἕναν μόνο Κύριο·

κι ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ τὸ μάθαν

«ἄρχεται Μαρτύριον».



Ἁρματώθηκαν καὶ πῆγαν

γιὰ νὰ τοὺς σκοτώσουνε,

μὲς τὰ ἄχαρά τους χέρια

ἅρπαξαν μαύρα μαχαίρια,

μὲ αἷμα ἀθῶο τὶς ψυχές τους

κι ἄλλο νὰ λερώσουνε!

Νὰ πνιγοῦνε στὶς κολάσεις

ἀπὸ τὰ μαρτύρια

ποὺ σ’ αὐτοὺς δημιουργοῦσαν·

φρικτὰ κολαστήρια!

Ὁ Νικόλαος προαισθάνθει

πὼς σὲ λίγο φθάνουνε

καὶ ἐπειδὴ τὸ ὀσφραινόταν

τί σὲ αὐτοὺς θὰ κάνουνε,

νουθετοῦσε τοὺς στρατιῶτες

μὲ ἀγωνία, μὰ ἥρεμα,

μὴ δειλιάσουνε μπροστά τους

στὰ θεριὰ τὰ ἀνήμερα.



«Μὴ φοβάστε παλληκάρια!

τώρα γίνετε λιοντάρια

αὐτοὶ νὰ σᾶς φοβηθοῦν!

Δεῖξτε τους τί εἶναι πίστη

καὶ θυσία πρὸς τὸν Κτίστη

ποὺ ἀπ’ αὐτὴν θὰ νικηθοῦν!



Μὴ φωνάξετε, μὴν κλάψτε,

ἕνα δάκρυ νὰ μὴν στάξτε·

μὴν τοὺς δικαιώσετε!

Ψάλλετε καὶ τραγουδᾶτε

ὥσπου νὰ ματώσετε,

γιατὶ τώρα ἦρθε ἡ ὥρα

τί εἶναι ἀνδρεῖα γιὰ νὰ δοῦνε

καὶ πῶς λάμπουνε τὰ ἀστέρια

τῆς Οὐράνιας Βασιλείας

ποὺ αὐτοὶ δὲ θὰ τὴ δοῦνε!



Σᾶς τὸ λέω δὲ θὰ νοιώσετε

πόνο ἀπὸ τὰ μαρτύρια·

ἄνωθεν θάρθει βοήθεια!

Ἀδελφοὶ συγκεντρωθεῖτε…

τοὺς ἀκοῦτε τοὺς παιάνες

ἀπ’ τὰ νικητήρια;



Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος

καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους φῶς!

Ὥσπου φθάσαν οἱ Βαρβάροι·

ἄσπλαχνα καὶ ἀνηλεῶς

τοὺς ἁρπάζαν καὶ τοὺς σπάγαν

κόκκαλα μὲ ραβδισμούς!

Τοὺς ἐγδέρνανε τὶς σάρκες…

μὰ αὐτοὶ τὸ νοῦ τους εἶχαν

πιὰ μόνο στοὺς οὐρανούς.



Τί πληγὲς καὶ πόσο αἷμα

σὰν πηγὴ ἀνέβλυζε

καὶ τὸ στόμα τῶν βαρβάρων

τὸ Θεὸ πόσο ἔβριζε,

Αὐτὸν ποὺ τοὺς εἶχε κάνει

ἄτρωτους, ἀνίκητους,

τὸ Θεῖο φῶς τῆς προσευχῆς τους

πού ‘βγαινε ἀπὸ τὶς μορφές τους

ἤτανε ἡ νίκη τους!



Κόβανε τὸ λάρυγγά τους

μὲ τὰ κοφτερὰ σπαθιά τους,

μ’ αὐτὸς ἀνοιγόκλεινε!

Καὶ μὲς τὴ βραχνὴ γαργάρα

ἀφρισμένο ὅλο τὸ αἷμα

τοὺς ψαλμοὺς δὲ χόρταινε!



Ἦταν τόσο δοξασμένο

μὰ καὶ τόσο γάργαρο,

ποὺ ἡ ὀμορφιά του ἡ τόση

τρέλαινε τὸν Βάρβαρο.



Μὴ ἀντέχοντας νὰ βλέπουν

ἀρετὲς νὰ τοὺς διέπουν,

τοὺς ἀποκεφάλιζαν!

Μὲ θυσίας τὸν καπνό τους

τὸν Θεὸ λιβάνιζαν!


...

πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012

(δ' ἀπόσπασμα)








Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Στὰ Βούνενα - πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη


Στὰ Βούνενα



Κι ἐπορεύοντο ἀντάμα

τὴν οὐράνια ὁδό,

ψάχνοντας μέρος ὡραῖο

ποὺ τὸ βρῆκαν καθ’ ὁδόν,

ὁ Γρηγόριος, ὁ Ἰωάννης,

Μιχαὴλ καὶ Ἁρμόδιος,

ὁ Δημήτριος, ὁ Ἀκίνδυνος,

Παγκράτιος καὶ Θεόδωρος,

Χριστοφόρος, Παντολέων

καὶ ὁ Αἰμιλιανός,

ὁ Ναβούδιος καὶ ἐμπρός τους

ὁ Νικόλαος ἀρχηγός!


Καὶ στὰ Βούνενα βρεθῆκαν

ὅρος ‘κεῖ τῆς Θεσσαλίας,

μέσα σὲ ὠραῖο δάσος

μὲ θαυμάσια κελλία,

πέρα ‘κεῖ κάτω στὸ λόγγο

ποὺ ἦταν καὶ ἀναχωρητές,

ποὺ τοὺς εἶδε καὶ ἐχάρη

γιατὶ τόσα εἶχε νὰ μάθει

ἀπὸ τέτοιους ἀσκητές.



Σὰν τὸν ἔβλεπαν ἐκεῖνοι

πῶς κοπίαζε μὲ θάρρος,

μὲ ἀγρύπνιες καὶ νηστεῖες

ὁ ἀγωνιστὴς φαντάρος,

ὅλο τὸν παρακινοῦσαν

σὲ μεγάλα ἀθλήματα,

διηγούμενοι σ’ ἐκεῖνον

ὠφελὴ διηγήματα.



Τὸν ἀγάπησαν ἀπείρως

μὲ κατὰ Θεὸν ἀγάπη.

Σὲ πολλὰ δαιμόνια ἔγινε

τὸ μεγάλο τους ἀγκάθι,

ποὺ ἐκδίκηση ζητοῦσαν

ἐξεγείροντας βαρβάρους,

τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεώς μας,

τοὺς ἀθέους τοὺς Ἀβάρους.



Ἀπὸ τὴ Δημητριάδα

ὡς τὸ Βόλο, Φάρσαλα

καὶ μετὰ στὴν Ἑλασσώνα

αἷμα ἔρρεε θάλασσα

αὐτῶν ποὺ δὲν προσκυνοῦσαν

τ’ ἄχρηστα τὰ εἴδωλα

καὶ τοὺς στέλναν στὴν πατρίδα

τοῦ Οὐρανοῦ, ἀναμφίβολα!



Κι ὅταν ὅλα αὐτὰ γινόνταν

τὰ μαρτύρια τῶν πιστῶν,

ὁ Νικόλαος βρισκόταν

στὸ βουνὸ τῶν ἀσκητῶν,

‘κεῖ στὰ Βούνενα στὴ σκήτη

μετὰ τὸν ἐσπερινό,

ὁ Ἅγιος μὲ πολὺ χάρη

πάντοτε τοὺς μίλαγε·

τὸ Χριστὸ μὲς τὴν καρδιά τους

ζωντανὸ Τὸν φύλαγε.



Τώρα ἦρθαν πρὸς τὴ Δύση·

κυριεύσαν τόσες πόλεις!

Ἡ κακία τους ἀπ’ ἔξω

τίποτα νὰ μὴν ἀφήσει.

Ἕνα βράδυ ἐφανερώθη

λαμπερὸς ἀνάμεσά τους

μέγας ἄγγελος Κυρίου,

ποὺ σπαρτάρησε ἡ καρδιά τους

καὶ τοὺς εἶπε… «Ἑτοιμαστεῖτε!

Νὰ ἀγωνίζεστε μὲ βία.

Λίγες μεῖναν μόνο μέρες

νά ‘μπετε στὴ Βασιλεία

καὶ νὰ λάβετε βραβεῖα

τῶν γενναίων ἀθλητῶν,

τὰ ἀμάραντα στεφάνια

τῶν μαρτύρων ἀσκητῶν».



Εἶπε καὶ ἐξηφανίσθη·

μὰ αὐτοὶ τόσο χαρῆκαν

ἀπ’ τὰ ὑπέροχα τὰ νέα

κι ἀπ’ τὰ λόγια τὰ ἄρρητα,

ποὺ ἀγωνίζονταν μὲ θάρρος

τώρα πιὸ ἐντατικά,

μὲ νηστεῖες, μὲ ἀγρύπνιες,

μὲ ἔμπρακτη μετάνοια τους

καὶ μὲ δάκρυα ποὺ ποτίζαν

τὰ λαμπρὰ στεφάνια τους.

...

πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012

(γ' ἀπόσπασμα)