Ἦταν μήνας τοῦ Ὀκτώβρη
ποὺ εἶχαν ἔρθει οἱ Γερμανοί,
τὸ ‘43 τότε στὴ μεγάλη κατοχὴ
κι ἦταν ἀποφασισμένοι
νὰ σκοτώσουνε ἀνθρώπους!
Ψάχνανε νὰ βροῦν αἰτίες
καὶ ἐκτελέσεως τοὺς τόπους.
Κι ἐκεῖ ὅπου σήμερα εἶναι
τ’ ὄμορφο καμπαναριό,
τότε ἦταν ἀποθήκη
ποὺ κρυφὰ εἴχανε κρύψει
ὅπλα νά 'χουν γιὰ τὴν μάχη
καὶ πολεμοφόδια,
μὰ οἱ ἐλπίδες πρῶτα πρῶτα
ποὺ εἴχανε στὸν Ἅγιό τους
ἦταν τὰ ἐφόδια!
Ἐκεῖ οἱ Γερμανοὶ σὰν φτᾶσαν
δώσανε διαταγή,
ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία
νὰ συγκεντρωθοῦνε ὅλοι
οἱ κάτοικοι τῆς συνοικίας
καὶ παράλληλα ζητῆσαν
καὶ κατάλογο ἀνδρῶν.
Νὰ κρυφτεῖ, ὅποιου τοῦ περνοῦσε
δήλωσαν ἀπὸ τὸ μυαλό του,
ἀφοῦ τὸν ἀναζητοῦσαν
θὰ σκοτώναν ἐπὶ τόπου!
Καὶ τοὺς στήσανε στὸν τοῖχο·
ἄνδρα μὴν ἀφήσουν ἕναν.
Σημαδέψαν μὲ τὰ ὅπλα
τοὺς ἀνθρώπους ἕναν ἕναν,
περιμένοντας τὸ νεῦμα
ἀπὸ τὸν ἀξιωματικό τους,
νὰ βουτήξουνε στὸ πένθος
κάθε σπιτικὸ δικό τους.
Τὰ παιδάκια τρομαγμένα
μὲς στὴν ἀγκαλιά τῆς μάνας,
ποὺ τὰ λούζανε μὲ κλάμα
καὶ προσμέναν τὴν καμπάνα
νὰ χτυπήσει, σὰν τοὺς δοῦνε
νὰ σωριάζονται στὸ χῶμα
τοὺς γονεῖς ἢ τοὺς συζύγους·
κάποιοι γέροι τὰ θυμοῦνται
καὶ τὰ διηγοῦνται ἀκόμα.
Πῶς δὲν σπάγαν οἱ καρδιές τους
κάτω ἀπ’ τὰ πουκάμισα τους;
στέλναν προσευχὲς στὸν Ἅγιο
μὴ τοὺς δοῦνε τὰ μωρά τους
νὰ σωριάζονται ἀπ’ τὸ βόλι
τοῦ κακοῦ κατακτητή,
μὰ κι Γερμανοὶ μὴ δοῦνε
ποὺ ἤτανε τὰ ὅπλα ἐκεῖ.
Ψάξανε παντοῦ τὰ σπίτια
γιὰ νὰ βροῦνε τὰ κρυμμένα
τὰ πολεμοφόδια
καὶ ἡ ξύλινη ἡ πόρτα
ποὺ ἐκεῖ μέσα τά ’χαν κρύψει,
ἀπὸ τὸ μανιασμένο ἀέρα
τώρα ἀνοιγόκλεινε!
Τὴν ἀγωνία μὴν τὰ βροῦνε
τώρα τοὺς παράτεινε.
Τὸν μικρὸ Ἀναστάση στέλνουν
τὸ παιδάκι τοῦ Πλατή,
νὰ τὴν κλείσει μὴν ἀνοίξει·
μὰ μόλις φτάνει ἐκεῖ,
ὁ Ναζὶ ἀγριεμένος, ὁ ἀξιωματικός,
πλησιάζει θολωμένος
καὶ ραπίζει τὸ μικρὸ
μ’ ἕνα δυνατὸ χαστούκι !!
Μὰ δὲν ἔκλαψε τὸ δόλιο…
μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα
παρακολουθοῦσαν ὅλοι…
θά ‘χαναν τὸν κόσμο ὅλο
ἂν ἐπήγαινε νὰ δεῖ
τί ἦταν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κεῖ ποὺ πῆγε τὸ παιδί.
Ἡ ψυχή του ἡ ἀθώα;
τὰ ματάκια του ποὺ ἀντέξαν
νὰ μὴν κλάψουν καὶ ξεσπάσουν,
τόνε σταματήσανε;
ποιό θαῦμα ἄραγε γινόταν
μὲς τὴν τόση ἀγωνία;
τί πόνο θὰ ζήσανε!
Μπρός τους ἦταν μὰ δὲν ψάξαν·
κι ἦταν καὶ ξεκλείδωτη!
ἀπ’ τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα
ἄνοιγε ἀσύδοτη,
μὰ ἐκεῖνοι δὲν τὴν εἶδαν
σημασία δὲν τῆς δῶσαν·
τοὺς τὴν ἔκρυψε ὁ Ἅγιος
κι ἀπ’ τὸ θάνατο γλυτώσαν.
Κι ἔφτασε ὁ ἀξιωματικός τους
τρεῖς φορὲς σ’ αὐτὴ τὴν πόρτα
μὰ μέσα δὲν ἔμπαινε!
Νέκρωσε ἡ διαίσθηση του
καὶ τῆς περιέργειας του
βλέμμα ἐκεῖ δὲν ἔφτανε.
Φύγανε οἱ Ναζὶ σὲ λίγο
ἄπρακτοι καὶ σκυλιασμένοι
κι οἱ ανθρώποι δακρυσμένοι
κλαῖγαν καὶ γελούσανε!
Ἀγκαλιάζαν τὶς εἰκόνες,
τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιά τους,
οἱ εὐλογίες τοῦ Ἁγίου
τὶς ψυχές τους λούζανε.
Μὲ λαμπάδες, μὲ μετάνοιες,
ψάλλανε στὸν Ἅγιο,
ποὺ ἀπ’ τὸ θάνατο σωθῆκαν
καὶ στὸ πένθος δὲν βρεθῆκαν
σὲ αἵματος ναυάγιο.
Ἂν δὲν γιόρταζαν τὸ θαῦμα
τοῦ Ὀκτώβρη τὴν ἡμέρα,
θὰ θυμόνταν τὴν σφαγή
καὶ τὸ Τάχι θὰ ἦταν ὅλο
μνήματα παντοῦ γεμάτο
σ’ ὅλη τὴν περιοχή.
Ἡ πανέμορφη ἐκκλησία
τοῦ ἁγίου Νικολάου,
τώρα μὲς στὴν συνοικία
ξεχωρίζει ὅλο χάρη!
Τὴν ὑπηρετοῦν φαντάροι
διαλεγμένοι ἀπ’ τὸν Χριστό,
ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος
σίγουρα ἔχει ἐπιλέξει·
γιατὶ κι ἐδῶ ὁ Ναός του,
ἀπ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες
ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ἑλλάδα
εἴκοσι τὸν ἀριθμό,
μοναδικὴ εὐλογία ἔχει
ἀπ’ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου
τὸ τόσο εὐωδιαστό!
Τὸν Θεὸ παρακαλέστε
ἐνορῖτες τοῦ Ταχίου,
τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
ὅλοι σας νὰ πάρετε!
Μὲς τὰ δύσκολά μας χρόνια
μὲ τὴ δύναμη ἐκείνου
τὸ σταυρό σας νὰ ἄρετε.
Εἶστε τόσο εὐλογημένοι!
Ἀπ’ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου
Νικολάου τοῦ ἐν Βουνένοις!!!
πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
(ζ' ἀπόσπασμα & τέλος τοῦ ποιήματος).
________________________________________________________________________________________
πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012
(ζ' ἀπόσπασμα & τέλος τοῦ ποιήματος).
________________________________________________________________________________________
Τὰ Συγχαρητήρια μας στὴν πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη!