Στήν ἔρημο κάποιαν ἡμέρα
- ἡ ἱστορία τοῦ Παλλαδίου γράφει -
ἕνα κουνούπι πεινασμένο τσιμπάει
στό χέρι τόν Ἀββᾶ Μακάριο τόν ἀρχαῖο
κι' αὐτός τ' ἄλλο σηκώνοντας τό χέρι
ὀργισμένος τό χτυπάει, τό λυώνει!
μά σάν ἐσκέφτηκε πώς εἶχε γίνει
ὄργανο τῆς ἐκδίκησης, κι' ἀκόμα
πώς ὁ θυμός τόν εἶχε συνεπάρει
τήν ὥρα πού ζητοῦσε τή γαλήνη
κλαίει! προσεύχεται, συχώρεση ζητάει
τή στράτα ἀμέσως παίρνει, κατεβαίνει
στά ἕλη πού τά κουνούπια μόνο ζοῦνε
κάθετ' ἐκεῖ μέρες καί μῆνες
πρόσωπο, σῶμα δίχως νά σκεπάσει!
Ἔτσι σάν γύρισε στή λαύρα μιάν ἡμέρα
ἀπ' τά πολλά τσιμπήματα πρισμένος
λεπρό τόν πήρανε οἱ ἄλλοι πού τόν εἶδαν,
καί κανένας δέν τόν γνώρισε, μονάχα
ἡ φωνή τόν πρόδωσε, καί ὅταν
τήν ἰστορία μάθανε ἀπόρισαν, καί θαύμασαν!
Ν.Β. Καμβύσης
Πηγή: Ἰσάγγελοι - ποιήματα, Ν.Β. Καμβύση, «Τῆνος», σελ. 56.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου