Σέ καλέσαν ματόβρεχτα σύνορα,
πολυβόλα μέ ἄδικες ριπές
καί αἰθέριες σημαῖες ἀδάκρυτες
σέ βουβές δακρυσμένες κορφές.
Τ' ὀνομά σου, εἰρήνη, τό γράψανε
ὀρφανά περιστέρια λευκά
σέ ἀνάγλυφα χέρια πού ζήταγαν
νά 'ρθεις πάλι στή γῆ μ' «ὡσαννά».
Ὦ εἰρήνη, καθώς ἀτενίζουμε
τά χέρια σου τά τρυπημένα,
τῆς ἀγάπης τό μέτρο ζυγίζουμε
καί ἀντλοῦμε ζωή ἀπό σένα.
Στοῦ Χριστοῦ τίς παλάμες σέ βρίσκουμε,
πού ματώσαν ἀπ' ἀγάπη πολλή,
πού θωπεύαν παιδιά κι εὐλογούσανε
καί μοιράζανε φῶς καί ψωμί.
Στοῦ σταυροῦ σου τά ξύλα νά σμίγανε
χέρια κίτρινα, μαῦρα, λευκά,
καί μέ χρώματα νέα νά στήναμε
τό οὐράνιο σου τόξο ξανά.
Ὦ εἰρήνη...
Δέσποινα Δαμιανίδου
Πηγή: Πνευματικές Ὠδές β' , Χριστιανική Ἐλπίς, σελ. 141.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου