Εἰς στὸ μέρος ποὺ ἐγεννήθη
ὁ ἅγιος Νικόλαος,
ποὺ τὸν ἀγαποῦσε τόσο
ὁ τριγύρω του λαός,
ζοῦσε ἄρχοντας σπουδαῖος
πού ‘χε χρήματα πολλά,
μὰ δὲν φτάναν νὰ τὸν γειάνουν
ὅσα κι ἂν εἶχε καλά.
Γιατὶ εἶχε ἀρρωστήσει
ἀπὸ λώβα, ἀπὸ λέπρα,
ποὺ κατέτρωγε τὶς σάρκες·
ἔκλαιγε γονατιστός!
Οὔρλιαζε ἀπὸ τοὺς πόνους
καὶ δαπάνησε τὸ βιός του
στοὺς γιατροὺς ποὺ δὲν τοῦ βρῆκαν
οὔτε ἕνα γιατρικό.
Μὲς στὴ θλίψη του ὁ ἄρχων,
σὰν κατάφερε γιὰ λίγο
μιὰ νύχτα νὰ κοιμηθεῖ,
φανερώνεται ὁ Ἅγιος
φωτεινὸς μὲς στ’ ὄνειρο του
κι ἄρχισε νὰ τοῦ μιλεῖ…
«Διὰ τί κοπιάζεις τόσο
καὶ ξοδεύεις τόσο πλοῦτο;
τὸν σκορπᾶς στὸ πουθενά!
Τρέξε, πήγαινε στὰ μέρη
τῆς Λαρίσης τὰ βουνὰ
καὶ στὰ Βούνενα σὰν μπαίνεις
θάβρεις μιὰ πηγὴ νερό·
νὰ πλυθεῖς! Τότε θὰ γειάνεις·
μὴ χάνεις ἄλλο καιρό.
Καὶ σιμὰ σ’ αὐτὴ τὴ βρύση
βρίσκεται τὸ λείψανο μου.
Κάνε ἀγάπη νὰ τὸ βρεῖς!
Χρόνους εἶναι ἐκεῖ ἀκέραιο,
ἄταφο μὰ εἶναι κρυμμένο.
Κι ἄλλα θαύματα θὰ δεῖς.
Ἔντρομος ξυπνᾶ ὁ ἄρχων
στ’ ὄνομα Εὐφημιανός·
φεύγει λάθρα· δὲν τὸ εἶπε
ποὺ θὰ πάει κανενός.
Κι ἔφτασε ἐκεῖ στὸ μέρος,
στὴ μαρτυρικὴ τὴ γῆ,
πλύθηκε, βρῆκε τὴ βρύση
μὲ τὴν γάργαρη πηγὴ
καὶ εὐελπιστοῦσε, ἡ λέπρα
πὼς θὰ φύγει ἀπὸ τὸ σῶμα·
τὸ κοιτοῦσε δακρυσμένος…
μὰ ἥλπιζε αὐτὸς ἀκόμα.
Δίχως νὰ χασομερήσει
ψάχνει γιὰ τὸ λείψανο.
Δὲν ἤτανε πιὰ ὁ ἄρχων
ἀπ’ τὴ λέπρα ἀνίκανος!
Τρέχει, ὅργωσε τὸν τόπο,
τὸν βρῆκε τὸν Ἅγιο!
Σ’ ἕνα μέρος μὲς στὸ δάσος
σὲ κρυμμένο ἀπάγκιο.
Σκύβει καὶ τὸν προσκυνάει
μὲ συγκίνηση πολλὴ
καὶ τὴν ὥρα ποὺ στὸν Ἅγιο
δίνει εὐλαβικὸ φιλί,
βλέπει… ὅτι λείπει ἡ λέπρα,
πάει, ἐξαφανίστηκε!
Ὅντως ἤτανε ὁ Ἅγιος,
ποὺ ἦρθε μέσα στ’ ὄνειρό του
καὶ τοῦ ἐμφανίστηκε.
Ἀπὸ τέτοια εὐεργεσία
μὴ φανεῖ ἀχάριστος,
τοῦ ‘χτισε ναὸ ὡραῖο
καὶ στὴν ὄψη ἄριστο
κι ὁ θαυματουργός του τάφος
βρίσκεται μέσα ἐκεῖ.
Εὐωδιάζει κεῖ ποὺ τὸ αἶμα
χύθηκε ὅλο του στὴ γῆ.
Μικρὸ μέρος τοῦ λειψάνου,
χῶμα ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό,
πῆρε ὁ ἄρχοντας μαζί του
στὸ δικό του σπιτικὸ
καὶ παντοῦ τὸ διαλαλοῦσε
νά 'ρχονται νὰ προσκυνοῦν,
ὅσοι ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες
θέλανε νὰ γιατρευτοῦν.
Ἔτσι μάθαν γιὰ τὸν Ἅγιο
σ’ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ
μὰ καὶ στὴ μακρινὴ τὴ Δύση
ἡ φήμη του ἔγινε γνωστὴ
καὶ τὰ θαύματα του φτάσαν
μέχρι καὶ τὰ χρόνια μας·
καὶ ‘μεῖς πρέπει νὰ τὰ λέμε
σὲ παιδιὰ καὶ ἐγγόνια μας,
πὼς τὸ δέντρο ποὺ τὸν δέσαν
τὸ αἷμα του ἀκόμα τρέχει!
καὶ μὲ πίστη ὅποιος τὸ πίνει
τὴν ὑγειά του πάλι ἔχει.
Νὰ πηγαίνουν ὅπου ὑπάρχει
καὶ ὅπου βρίσκεται ναός,
ποὺ ὁ καθένας τοῦ Ἁγίου
ἔχει κάτι θαυμαστό.
Ὅπως στὸ νησί τῆς Ἄνδρου,
ποὺ ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου
στὴ Μονή του Ἅη Νικόλα
εἶναι πρὸς προσκύνηση
καὶ ποὺ τὴ φυλάει μὲ δέος
καὶ πολὺ συγκίνηση,
ἄνδρας τοῦ Θεοῦ σπουδαῖος
ὁ πατὴρ Δωρόθεος,
ταπεινὸς καὶ Θεῖος ρέκτης,
τόσων χαρισμάτων δέκτης
ποὺ τοῦ δώρισε ὁ Θεός!
Μὰ καὶ μέσα στὴν Κορίτσα
στ’ Ἄγραφα στὸ Τυμφρηστό,
Βόλο, Τρίπολη καὶ Λούτσα
καὶ στὴ Πελοπόννησο,
μὰ ἡ πιὸ ὀμορφη στὸ Τάχι
συνοικία τῶν Θηβῶν,
ποὺ ἐκεῖ κλάψανε κι οἱ βράχοι
ἀπ’ τοῦ Ἁγίου τὸ θαῦμα αὐτό.
...
πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012
(στ' ἀπόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου