Θόλωσαν αὐτοὶ σὰν εἶδαν
τὸν Νικόλαο τὸν νέο.
Ἤτανε τόσο ὡραῖος
ποὺ ἔμειναν ἐκστατικοί…
Βλέποντας τὴν τόση ἀνδρεία,
τὴ μορφή του τὴν ἁγία καὶ…
ἀλλάζουν τακτική!
Μὲ αἰσχρὲς ραδιουργίες
ἄρχισαν τὶς κολακεῖες
τώρα καὶ τὸν ἐπαινοῦν!
Καὶ ξεχνοῦν πὼς οἱ λεβέντες
δὲ λυγίζουν σὲ ἀφέντες,
γιὰ Θεὸ ὅταν πονοῦν.
Κι ἀφοῦ εἶδαν καὶ ἀποείδαν
τὸ Νικόλαο ποὺ γελοῦσε
κι ὅτι μὲ ὑποσχέσεις τόσες
κανεὶς δὲ τὸν ξεγελοῦσε,
τὸν ρωτᾶνε τελευταία,
ἄγρια αὐτὴ τὴ φορά·
τὰ εἴδωλα ἂν προσκυνήσει
κι ἀπαντάει θαρρετά!
«Βλέπετε πὼς… θὰ λυγίσω;
ἢ τὸ αἷμα μου θὰ χύσω
ὅπως ὅλοι οἱ σύντροφοι;
ἤδη νίκησα τὸν ὄφη
ποὺ ἐσᾶς σᾶς τύλιξε!
Εἶμαι ἐλεύθερος! Προσκυνάω
τὸν Θεό μου ποὺ ἀγαπάω
κι ἡ ἀγάπη Του γιὰ μένα
μπρός σας δὲ μὲ λύγισε.
Καὶ σεῖς τώρα εἶστε οἱ θῦτες
καὶ τοῦ σατανᾶ ὁπλίτες,
μὰ δὲ μὲ πιστεύετε.
Ὁ Θεός μου θὰ νικήσει!
Θὰ γίνει τὸ θέλημα Του,
στὴν αἰώνια ἀγκαλιά του
ἀφοῦ θὰ μὲ θέσετε.»
Τὸν ἅρπαξαν σὰν ἐρίφι
τῶν δαιμόνων τόσα στίφη
κι ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν!
Τὰ μαστίγια φωτιὰ πήραν
ἀπ’ τὸ μῖσος τοῦ κακοῦ.
Τὸν κλωτσοῦσαν, τὸν ἐδέρναν,
τοῦ χτυποῦσαν τὰ σαγόνια
καὶ τὶς σάρκες του ὅλες γδέρναν
δίχως οἶκτο καὶ ἔλεος!
Τὸν ἐσέρνανε στὸ χῶμα,
μὰ αὐτὸς ἄντεχε ἀκόμα!
Ἴσως καὶ νὰ προσευχόταν
μὴ θυμώσει ὁ Κύριος του·
νὰ τοὺς δείξει ἔλεος!
Τόσο αἷμα πότισε γύρω
τὴ μαρτυρική του γῆ,
μὰ αὐτὸς μιλοῦσε ἀκόμα
κι ἄκουγαν ὅλοι ἐκεῖ.
«Σχῆμα ἀνθρώπου ἔχετε μόνο,
μὰ δὲν ἔχετε καρδιά!
Πόσο ἄραγε τυφλοὶ εἶστε
ποὺ δὲν βλέπετε μπροστά σας
τὴ δική μου τὴ χαρά;
οὔτε κὰν τὸν Κύριο μου
ποὺ μοῦ παίρνει ὅλο τὸν πόνο,
δὲ Τὸν βλέπετε; λυπᾶται
τὴν κατάντια σας καὶ μόνο!
Γίνεται ἄνθρωπος ν’ ἀντέξει
τόσο ξύλο τόσο πόνο
δίχως τὴ βοήθεια Του;
ἀπ’ τὸ γδάρσιμο καὶ μόνο
θά ‘χε σπάσει ἡ καρδιά του!
Χύσατε ὅλο μου τὸ αἷμα,
μὰ ἐγὼ ἀκμαιότατος!
Δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τοῦτον
θάνατος ἀνώτερος!»
Τὸν ἐπιάσαν μὲ μανία
καὶ τὸν δέσανε στὸ δέντρο·
τὸν τοξεύανε σὰν κέντρο
μὲ δικό του ἀκόντιο.
Κουραζόντουσαν, ἀλλάζαν,
οἱ βασανιστὲς τρομάζαν,
τὰ μαστίγια τους σπάζαν,
μὰ ὁ Νικόλαος ποῦ νὰ ἀλλάξει!
Ἄλλο αἷμα δὲν ὑπήρχε
ἀπ’ τὸ σῶμα του νὰ στάξει·
τὸ μαρτυρικό του δέντρο
ὅλο τὸ ἀποθήκευσε!
Γιατὶ ἀργότερα θὰ δροῦσε,
γιατρικὸ ποὺ θὰ βοηθοῦσε
πονεμένους καὶ ἀρρώστους
ὅλους ὅσους πότιζε!
Ἴαμα τέτοιας θυσίας
ὁ Θεὸς τὸ προόριζε.
Καὶ τὸν ἀποκεφαλίσαν…
Τί ἄλλο πιὰ νὰ τοῦ κάνουν;
ὁ νέος αὐτὸς δὲν πέθαινε!
Μὲ ψαλμοὺς ὅλο ἀγάπη
ἡ ψυχή του ἔβγαινε.
Ἤτανε 9 τοῦ Μάη·
στὴ γλυκιὰ τὴν Ἄνοιξη,
ὅταν τὸ ἁγνὸ λουλούδι
κατακόκκινο στὸ χρῶμα,
ἀπ’ τὸ αἷμα του ποὺ τρέχει
'κεῖ στὰ Βούνενα ἀκόμα,
μὲ πολὺ κατάνυξη
σὲ Ἀναστάσιμη ἡμέρα
καὶ συμψάλλοντας μὲ ἀγγέλους,
πέταξε στὴ Βασιλεία…
Τὰ πικρὰ βασανιστήρια
πέρασε μὲ εὐκολία!
Τὸ σεβάσμιο λείψανο του
ἔμενε ‘κεῖ στὸ βουνό,
ἄταφο καὶ πεταμένο,
μὰ ἀπ’ ἀγγέλους φυλαγμένο
νὰ μὴν πάθει τίποτα!
Ὤσπου ἔφτασε ἡ ὥρα
ὁ Θεὸς νὰ τὸ δοξάσει,
γιατὶ ἄρχισε ὁ ἅγιος μας
θαύματα ἀνείπωτα.
Κι ἂς ἀκούσουμε τὸ πρῶτο
ποὺ ἀπὸ τοῦτο ἀδελφοί μου
ἴσως συμπεράνουμε,
γιὰ τὸν Κύριο πὼς ἀξίζει
καὶ ‘μεῖς νὰ πεθάνουμε!
πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
(ε' ἀπόσπασμα)
...
πρεσβυτέρα Καλυψὼ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012
(ε' ἀπόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου