ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια
Κι ἔτσι φεύγει ὁ Νικόλαος
Κι ἔτσι φεύγει ὁ Νικόλαος
μὲ ἄνεμο οὔριο,
φτάνοντας στὴ Λάρισα
ὅπου ἦταν φρούριο
ὄμορφο καλλωπισμένο
μὲ πύργους πολὺ δυνατούς,
μὰ ἐκεῖ δὲν ἡμπορέσαν
νὰ ὑποτάξουν τοὺς ἐχθρούς.
Βλέποντας πολλοὺς δικούς του
τώρα νὰ φονεύονται,
νὰ νικᾶνε οἱ ἐχθροί του
νὰ ὑπερηφανεύονται,
σκέφτηκε τί θὰ ὡφελήσει
ἂν κι αὐτὸς θανατωθεῖ;
κι ἀπ’ τ’ ἀξίωμα τοῦ Δούκα
τώρα ἀδικοσκοτωμένος,
τί ἡ ψυχὴ θὰ ὡφεληθεῖ;
«Κάλιο νἆμαι ἰδιώτης»
σκέφτηκε ἀστραπιαῖα…
Κι ἂν ἀφανιστεῖ ἡ ζωή μου
τώρα τόσο ἄκαιρα,
τί ἀπολογία θὰ δώσω;
τί ἔργα θὰ παρουσιάσω
πίστης μου καὶ προσευχῆς;
δὲν ἀξίζει ὅλον τὸν κόσμο
τὴν ψυχή σου ἂν δὲν τὴ βρεῖς
μὲ Θεὸ νὰ τὴν ποτίσεις
καὶ αἰώνια νὰ ζήσεις!
Ἂς πάω λοιπὸν νὰ ἡσυχάσω,
νὰ βρῶ τόπο ἔρημο,
νὰ ἀναλογιστῶ νὰ κλάψω
γιὰ κάθε ἁμαρτία μου,
μήπως κι ἡ μετάνοια γίνει
τοῦ σωσμοῦ ἡ αἰτία μου.
Ἴσως παρὰ τοῦ Κυρίου τύχω
συγχωρήσεως
καὶ τὸ Ἔλεός Του νάβρω
ἐν ἡμέρα κρίσεως.»
«Ποιά τιμὴ ἔχει τὸ κορμί μου;
ποιά ὡφέλεια ἡ ψυχή μου
ἂν πεθάνω ἐδῶ μοιραῖα;»
Εἶπε κι ἔκατσε σὲ μιὰ ἄκρη
ἀπὸ πόνο λυπημένος·
ὄχι ἐπειδὴ εἶχε χάσει,
μὰ πολὺ συντετριμμένος
γιατὶ εἶχε ἐννοήσει,
πόσο ἀξίζει μιὰ ψυχὴ
νὰ ἀγωνιστεῖ, νὰ προσπαθήσει,
στὸ Θεὸ νὰ ἀφιερωθεῖ.
Καὶ δὲν εἶχε καταλάβει
ἀπὸ τὴν ἀφοσίωσή του
στὶς οὐράνιες σκέψεις του,
πὼς τὸν εἴχανε κυκλώσει
δώδεκα ἀπ’ τοὺς στρατιῶτες·
φύγαν ἀπ’ τὶς θέσεις τους
καὶ τοῦ εἴπανε πὼς θέλουν
τώρα ἀμέσως νὰ τοὺς πεῖ,
τί σκεπτόταν κι ἡ μορφή του
καὶ τὰ δακρυσμένα μάτια
εἶχαν τόσο ἀλλοιωθεῖ!
– Παλληκάρια μου θὰ φύγω…
θὰ κρυφτῶ γιὰ νὰ μονάσω·
δὲν ἀξίζει μὲς τὴ μάχη
τὴ ζωή μου ἐδῶ νὰ χάσω!
Κάλιο εἶναι νὰ τὴν προσφέρω
στὸ Χριστό μου ποὺ λατρεύω,
τὴν ψυχή μου νὰ δαμάσω
κι ἔτσι νὰ ἐκπαιδευτῶ,
νά ‘μαι Ἐκείνου στρατιώτης
Αὐτὸν νὰ μὴ Τὸν προδώσω·
κι εἶμαι ἀποφασισμένος
σῶμα καὶ ψυχὴ νὰ δώσω!
– Κι ἐμεῖς θά ‘ρθουμε μαζί σου!
Μᾶς τὸ πέρασες στὸ αἶμα·
τόσα χρόνια μᾶς διδάσκεις
ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ψέμα!
Σήκω καὶ σ’ ἀκολουθοῦμε
ὅπου πᾶς μαζὶ θὰ ‘ρθοῦμε.
...
πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη
10 - 2 - 2012
(β' ἀπόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου